8.31.2016

Το χρυσό πουλί

των αδερφών Γκριμ
ΚΑΠΟΤΕ, ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ που είχε έναν πανέμορφο κήπο, και μέσα σ’ αυτόν τον κήπο έστεκε ένα δέντρο με χρυσά μήλα. Τα μήλα αυτά τα μετρούσαν κάθε μέρα, κι έτσι ανακάλυψαν πως ωσότου να ωριμάσουν, κάθε βράδυ χάνονταν κι από ένα. Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ σαν το έμαθε και διέταξε τον κηπουρό να παραφυλάξει όλη τη νύχτα κάτω από το δέντρο. Ο κηπουρός έβαλε τον μεγαλύτερο γιό του να φυλάξει, όμως εκείνος αποκοιμήθηκε μόλις η ώρα πήγε δώδεκα, και το άλλο πρωί έλειπε ακόμα ένα μήλο. Ύστερα έβαλε τον δεύτερο γιό του να παραφυλάξει, όμως τον πήρε και κείνον ο ύπνος σαν έφτασαν τα μεσάνυχτα, και το πρωί έλειπε πάλι ένα μήλο. Τότε, ο τρίτος γιός προσφέρθηκε να φυλάξει κι αυτός το δέντρο, αλλά ο κηπουρός δεν τον άφηνε, από φόβο μη του συμβεί κάποιο κακό. Στο τέλος όμως συμφώνησε, κι ο νεαρός άνδρας κάθισε τη νύχτα κάτω από το δέντρο. Καθώς το ρολόι χτυπούσε δώδεκα, άκουσε ένα θρόισμα στον αέρα, κι είδε να καταφτάνει ένα ολόχρυσο πουλί.
Όπως άρχισε να τσιμπά με το ράμφος του ένα μήλο, ο γιος του κηπουρού πήδηξε επάνω και του έριξε ένα βέλος. Αλλά το βέλος δεν το πλήγωσε, μονάχα έριξε ένα χρυσό φτερό απ’ την ουρά του και το πουλί πέταξε μακριά.  
Το πρωί πήγαν το χρυσό φτερό στο βασιλιά, κι εκείνος κάλεσε να μαζευτούν όλοι οι σύμβουλοί του. Όλοι τους συμφώνησαν πως το φτερό αυτό άξιζε περισσότερο απ’ όλα τα πλούτη ολάκερου του βασιλείου. Όμως ο βασιλιάς είπε:
« Ένα φτερό δεν μου είναι αρκετό. Πρέπει να αποκτήσω ολόκληρο το χρυσό πουλί.»
Ο μεγαλύτερος γιός του κηπουρού ορίστηκε ο πιο κατάλληλος να ψάξει να βρει το χρυσό πουλί. Σαν προχώρησε λίγο μόλις δρόμο, έφτασε σ’ ένα δάσος, κι εκεί, είδε μια αλεπού να κάθεται. Έβγαλε τότε το τόξο του, έτοιμος να της ρίξει. Τότε η αλεπού είπε:
« Μη μου ρίξεις κι εγώ θα σου δώσω μια καλή συμβουλή. Ξέρω πως ο σκοπός σου είναι να βρεις το χρυσό πουλί. Το απόγευμα θα φτάσεις σ’ ένα χωριό, και μόλις φτάσεις εκεί, θα δεις δυο πανδοχεία το ένα απέναντι στο άλλο. Το ένα από αυτά μοιάζει πολύ όμορφο σαν το βλέπεις. Μην πας εκεί, αλλά πήγαινε στο άλλο για να ξεκουραστείς τη νύχτα, κι ας σου φανεί πολύ φτωχό.»
Όμως ο γιός σκέφτηκε:
« Τι μπορεί τάχα να γνωρίζει αυτό το άγριο ζώο για όλα αυτά;»
Έτσι, τέντωσε το τόξο του και της έριξε. Αστόχησε όμως, κι αλεπού, όπου φύγει-φύγει, χάθηκε μέσα στο δάσος. Εκείνος συνέχισε το δρόμο του και το βραδάκι έφτασε στο χωριό με τα δύο πανδοχεία. Στο ένα από αυτά, οι άνθρωποι τραγουδούσαν, χόρευαν και γλεντούσαν, ενώ το άλλο έμοιαζε βρώμικο και φτωχικό.
« Θα ‘μουν πολύ κουτός», είπε «αν άφηνα αυτό το διασκεδαστικό πανδοχείο για το άλλο, το άθλιο». Έτσι, πήγε στο όμορφο πανδοχείο, έφαγε και ήπιε με την ψυχή του και ξέχασε ολωσδιόλου το χρυσό πουλί, μα και τον ίδιο του τον τόπο.
Ο καιρός περνούσε, και καθώς ο μεγαλύτερος γιος δεν έλεγε να επιστρέψει, μα ούτε και καμιά είδηση δεν είχε ακουστεί για δαύτον, έστειλαν τον δεύτερο γιο να ψάξει, κι έπαθε κι αυτός τα ίδια. Συνάντησε την αλεπού, κι αυτή του έδωσε την ίδια συμβουλή, μα όταν έφτασε στα δύο πανδοχεία, είδε τον αδερφό του σ’ εκείνο που γίνονταν το γλέντι, να στέκει στο παράθυρο και να τον φωνάζει να μπει κι εκείνος μέσα. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό και μπήκε, ξεχνώντας κι αυτός το χρυσό πουλί και την ίδια του τη χώρα, όπως κι ο αδερφός του.
Ο καιρός πέρασε πάλι, κι ο μικρότερος αδερφός ευχόταν να τον στείλουν κι αυτόν έξω στον κόσμο, για ν’ αναζητήσει το χρυσό πουλί, αλλά ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε να το ακούσει· λάτρευε πολύ τον μικρό του γιο και φοβόταν μην τον βρει κι αυτόν κάποια κακή τύχη, και  χαθεί κι αυτός. Ωστόσο, στο τέλος συμφώνησε πως έπρεπε να πάει, γιατί αλλιώς δε θα ‘βρισκε ησυχία κλεισμένος μέσα στο σπίτι.
Σαν έφτασε στο δάσος, συνάντησε την αλεπού, κι άκουσε την ίδια καλή συμβουλή. Όμως εκείνος ευχαρίστησε την αλεπού και δεν δοκίμασε να την σκοτώσει, όπως τα αδέρφια του. Τότε η αλεπού του είπε:
« Κάθισε πάνω στην ουρά μου, έτσι θα ταξιδέψεις γρηγορότερα.» Έτσι κι έκανε, κι η αλεπού άρχισε να τρέχει, και ταξίδεψαν πέρα από λόφους και κοιλάδες, πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο.
Όταν έφτασαν στο χωριό, ο γιος ακολούθησε τη συμβουλή της αλεπούς, και πήγε στο φτωχικό πανδοχείο για να περάσει τη νύχτα και να ξεκουραστεί, δίχως διόλου να κοιτάξει το άλλο. Το επόμενο πρωί, την ώρα που ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι του, ήρθε πάλι η αλεπού και είπε:
« Πήγαινε ίσια μπροστά, και θα φτάσεις σ’ ένα κάστρο. Μπροστά του θα δεις έναν ολόκληρο στρατό από στρατιώτες να κοιμούνται βαθιά και να ροχαλίζουν. Μη τους δώσεις σημασία, αλλά μπες μέσα στο κάστρο και προχώρησε μέχρι να βρεις ένα δωμάτιο όπου κάθεται το χρυσό πουλί στο ξύλινο κλουβί του. Εκεί κοντά θα δεις κι ένα χρυσό κλουβί, αλλά μην δοκιμάσεις να βγάλεις το πουλί από το άθλιο κλουβί του για να το βάλεις στο όμορφο, γιατί θα το μετανιώσεις.» Η αλεπού τέντωσε τότε την ουρά της, ο νέος κάθισε επάνω κι έτρεξαν πάνω από λόφους και κοιλάδες, πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο.
Μπροστά από το κάστρο όλα έμοιαζαν όπως είχε πει η αλεπού, έτσι ο νέος πήγε να βρει το δωμάτιο με το πουλί και το ξύλινο κλουβί του. Το χρυσό κλουβί βρίσκονταν κι αυτό εκεί, πλάι σε τρία χρυσά μήλα. Τότε εκείνος σκέφτηκε: « Πόσο γελοίο πράγμα θα ΄ταν να μεταφέρω ένα τόσο σπουδαίο πουλί μέσα σε τούτο το άθλιο κλουβί».
Έτσι, άνοιξε την πορτούλα, το πήρε στα χέρια του και το έβαλε μέσα στο χρυσό κλουβί. Τότε όμως, το πουλί έβγαλε μια τόσο δυνατή κραυγή, που ξύπνησε όλους τους στρατιώτες, κι αυτοί έπιασαν τον νέο αιχμάλωτο και τον έσυραν εμπρός στον βασιλιά. Το επόμενο κιόλας πρωί, στήθηκε δικαστήριο για να τον δικάσει. Σαν ακούστηκαν όλες οι μαρτυρίες, τον καταδίκασαν σε θάνατο, κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε για να γλυτώσει: να φέρει στον βασιλιά το χρυσό άλογο που έτρεχε πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο. Κι αν τα κατάφερνε, εκείνος θα του έδινε το χρυσό πουλί να το κρατήσει για δικό του.
Έτσι, καθώς ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι του ακόμα μια φορά, αναστενάζοντας απελπισμένος, συνάντησε άξαφνα τη φίλη του την αλεπού, και τότε αυτή του είπε:
« Είδες τώρα τι έπαθες για να μην ακούσεις τη συμβουλή μου. Κι έτσι όμως, εγώ θα σου πω πώς θα βρεις το χρυσό άλογο, αν κάνεις όπως σε ορμηνέψω. Θα πας ίσια ώσπου να συναντήσεις ένα κάστρο, εκεί θα δεις το άλογο να στέκει στο παχνί του, και πλάι του τον σταβλίτη να κοιμάται και να ροχαλίζει. Τράβηξε ήσυχα το άλογο, αλλά πρόσεξε, να το σελώσεις με την παλιά δερμάτινη σέλα κι όχι με τη χρυσή που θα δεις εκεί κοντά.»
Τότε ο γιος κάθισε πάνω στην ουρά της αλεπούς κι άρχισαν να διασχίζουν λόφους και κοιλάδες πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο.
Όλα πήγαν καλά, κι ο σταβλίτης κοιμόταν και ροχάλιζε, με το χέρι ακουμπισμένο πάνω στη χρυσή τη σέλα. Μόλις είδε ο νέος το άλογο, σκέφτηκε πως θα ‘ταν κρίμα να του φορέσει τη δερμάτινη σέλα.
« Θα του φορέσω την καλή» είπε «είμαι σίγουρος πως την αξίζει».  Όπως έκανε όμως να σηκώσει τη χρυσή τη σέλα, ο σταβλίτης ξύπνησε και ξεφώνισε τόσο δυνατά, που αμέσως έτρεξαν όλοι οι φρουροί κι έπιασαν τον νέο για να τον φυλακίσουν. Το επόμενο πρωί, τον δίκασαν ακόμα μια φορά, κι αποφασίστηκε να πεθάνει. Οι δικαστές όμως συμφώνησαν, πως αν έφερνε στο βασιλιά την όμορφη πριγκίπισσα, τότε θα τον άφηναν να ζήσει και να κρατήσει το χρυσό πουλί και το χρυσό άλογο.
Έτσι, πήρε ξανά το δρόμο πολύ θλιμμένος, και τότε η παλιά του φίλη η αλεπού ήρθε ξανά και είπε:
« Γιατί δε με άκουσες; Αν το είχες κάνει, τώρα θα ‘χες πάρει και το πουλί και το άλογο. Όμως εγώ θα σε συμβουλέψω ακόμα μια φορά. Θα πας ίσια, και το βράδυ θα φτάσεις σ’ ένα κάστρο. Τα μεσάνυχτα, η πριγκίπισσα θα πάει να κολυμπήσει. Τότε εσύ θα πας κοντά της και θα τη φιλήσεις, κι αυτή θα σ’ αφήσει να την πάρεις μαζί σου. Πρόσεξε όμως να μην την αφήσεις να ζητήσει την άδεια από τον πατέρα και τη μητέρα της.» Κι η αλεπού τέντωσε την ουρά της κι έφυγαν μαζί μακριά, πέρα από λόφους και κοιλάδες, πιο γρήγορα κι από τον άνεμο.
Κάποτε έφτασαν στο κάστρο, κι όλα ήταν όπως τα ‘πε η αλεπού. Στις δώδεκα τη νύχτα, ο νέος βρήκε την πριγκίπισσα που ‘χε πάει να κολυμπήσει, τη φίλησε, κι αυτή συμφώνησε να φύγει μαζί του. Άρχισε όμως να τον ικετεύει, με δάκρυα στα μάτια, να την αφήσει να πάρει την άδεια του πατέρα της. Στην αρχή εκείνος αρνήθηκε, όμως η πριγκίπισσα συνέχισε να κλαίει με λυγμούς πέφτοντας στα πόδια του, ώσπου ο νέος συμφώνησε. Όμως τη στιγμή που πήγε στο παλάτι του πατέρα της, οι φρουροί ξύπνησαν και φυλάκισαν τον νέο ακόμα μια φορά.
Τον έφεραν λοιπόν μπροστά στον βασιλιά, κι εκείνος είπε:
« Δεν θα πάρεις ποτέ την κόρη μου, εκτός κι αν καταφέρεις, μέσα σε οχτώ μέρες, να σκάψεις το λόφο που εμποδίζει να βλέπω τη θέα απ’ το παράθυρό μου.»
Αυτός ο λόφος ήταν όμως τόσο μεγάλος, που κι όλος ο κόσμος αν έσκαβε δε θα μπορούσε να τον εξαφανίσει. Ο γιος δούλευε ήδη για εφτά μέρες και δεν είχε καταφέρει και πολλά, όταν εμφανίστηκε πάλι η αλεπού και είπε:
« Ξάπλωσε και κοιμήσου. Θα δουλέψω εγώ για σένα».
Σαν ξύπνησε το πρωί, ο λόφος ήταν άφαντος. Χαρούμενος ο νέος τράβηξε για τον βασιλιά, και του είπε πως τώρα που ο λόφος εξαφανίστηκε, πρέπει να του δώσει την πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς κράτησε το λόγο του, κι ο νέος με την πριγκίπισσα έφυγαν μακριά. Τότε ήρθε πάλι η αλεπού και είπε:
« Μπορείς να αποκτήσεις και την πριγκίπισσα και το πουλί και το άλογο.»
«Α», είπε ο νέος « αυτό θα ‘ταν πολύ σπουδαίο, αλλά πώς θα τα καταφέρω;»
« Μόνο αν με ακούσεις», είπε η αλεπού « τότε μπορεί να γίνει. Όταν φτάσεις στο βασιλιά κι εκείνος ζητήσει την όμορφη πριγκίπισσα, εσύ θα την παρουσιάσεις κι εκείνος θα χαρεί πολύ. Θα καβαλήσεις το άλογο που υποσχέθηκαν να σου δώσουν και θ’ απλώσεις το χέρι για να τους χαιρετήσεις, φρόντισε όμως να δώσεις το  χέρι τελευταία στην πριγκίπισσα. Άρπαξέ την τότε γρήγορα κι ανέβασέ την πίσω σου στο άλογο. Χτύπησε τα σπιρούνια σου στα πλευρά του αλόγου και κάλπασε μακριά όσο πιο γρήγορα μπορείς.»
Κι όλα πήγαν καλά. Τότε η αλεπού είπε πάλι:
« Όταν θα φτάσεις στο κάστρο που είναι το πουλί, εγώ κι πριγκίπισσα θα μείνουμε στην πόρτα, κι εσύ θα πας καβάλα στο άλογο να μιλήσεις στο βασιλιά. Όταν δει εκείνος πως έφερες το άλογο που ζήτησε, θα σου φέρει το πουλί. Εσύ θα μείνεις στη θέση σου, και θα του πεις πως θέλεις να το δεις και να σιγουρέψεις πως είναι το αληθινό χρυσό πουλί. Μόλις το πάρεις στα χέρια σου, κάλπασε μακριά.»
Έτσι έγινε κι αυτό, όπως το είπε η αλεπού, και κουβαλώντας το πουλί και την πριγκίπισσα, κάλπασαν ώσπου έφτασαν σ’ ένα μεγάλο δάσος.
« Σκότωσέ με, κόψε μου το κεφάλι και τα πόδια» είπε τότε η αλεπού, αλλά ο νέος αρνήθηκε να το κάνει. « Έτσι κι αλλιώς, θα σου δώσω πάλι τη συμβουλή μου. Να φυλάγεσαι από δύο πράγματα: μην σώσεις κανέναν από την κρεμάλα και μην καθίσεις στην όχθη κανενός ποταμού».
«Καλά» σκέφτηκε ο νέος καθώς έφευγε μακριά « δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να ακολουθήσω αυτή τη συμβουλή».
Ταξίδεψε με το άλογο, την πριγκίπισσα και το πουλί, ώσπου έφτασε στο χωριό που είχε αφήσει τα δυο του αδέρφια. Εκεί γινόταν μεγάλος σαματάς, κι όταν ρώτησε κάποιους ανθρώπους τι συμβαίνει, του είπαν:
« Θα κρεμάσουμε δύο άντρες».
Μόλις πλησίασε ο νέος, είδε πως οι δυο άντρες ήταν τα αδέρφια του, και θα τους κρεμούσαν γιατί είχαν γίνει ληστές.
« Δεν υπάρχει τρόπος να σωθούν;» ρώτησε τότε ο νέος.
« Όχι, εκτός αν δώσει κάποιος όλα του τα χρήματα για να εξαγοράσει την ελευθερία αυτών των κατεργάρηδων».
Εκείνος δεν το σκέφτηκε καθόλου, αλλά πλήρωσε ό,τι του ζήτησαν για να ελευθερωθούν τα αδέρφια του, κι όλοι μαζί πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σαν έφτασαν όμως στο δάσος που πρώτο-συνάντησαν την αλεπού, ήταν τόσο όμορφα και δροσερά, που τα δυο αδέρφια είπαν:
« Ας καθίσουμε εδώ στην όχθη του ποταμού, να ξεκουραστούμε λίγο, να φάμε και να πιούμε».
Ο νέος δέχτηκε, και ξεχνώντας ολωσδιόλου τη συμβουλή της αλεπούς, κάθισε στην όχθη του ποταμού ανυποψίαστος. Τότε, τα δυο αδέρφια ήρθαν πίσω απ’ την πλάτη του, τον έσπρωξαν στον ποταμό, άρπαξαν την πριγκίπισσα, το άλογο και το πουλί, και γύρισαν πίσω στον τόπο τους και στον βασιλιά τους.
« ‘Όλα αυτά κερδίσαμε με τον κόπο μας» είπαν, κι όλοι χάρηκαν πολύ κι έγινε γιορτή μεγάλη, όμως το άλογο δεν έτρωγε, το πουλί δεν τραγουδούσε κι η πριγκίπισσα έκλαιγε μ’ αναφιλητά.
Ο μικρότερος γιος έπεσε σχεδόν στον πάτο του ποταμού, μα ευτυχώς, τα νερά του ήταν ρηχά, όμως παραλίγο να σπάσει τα κόκαλά του, κι η όχθη ήταν τόσο απότομη που δεν μπορούσε να βρει τρόπο για να βγει. Η αλεπού ήρθε τότε πάλι, και τον μάλωσε που δεν άκουσε τη συμβουλή της, γιατί αν το είχε κάνει, κανένα κακό δε θα τον έβρισκε.
« Παρ’ όλα αυτά» είπε «δεν μπορώ να σ’ αφήσω εδώ, γι’ αυτό πιάσε την ουρά μου και κρατήσου γερά». Έτσι τον έβγαλε από τον ποταμό, και καθώς στάθηκε στην όχθη, του είπε:
« Τ’ αδέρφια σου παραφυλούν να σε σκοτώσουν αν σε δουν να φτάνεις στο βασίλειο».
Έτσι, ο νέος μεταμφιέστηκε σε ζητιάνο κι επέστρεψε στην αυλή του βασιλιά. Μόλις φάνηκε στις πύλες, το άλογο άρχισε να τρώει, το πουλί να τραγουδά κι η πριγκίπισσα σταμάτησε να κλαίει. Πήγε τότε στον βασιλιά και μαρτύρησε όλη την παλιανθρωπιά των αδερφών του. Τους κυνήγησαν και τους τιμώρησαν, ο νέος πήρε πίσω την πριγκίπισσα, κι όταν ο βασιλιάς κάποτε πέθανε, κληρονόμησε το βασίλειό του.
Είχε περάσει πια πολύς καιρός, όταν ο νέος πήγε μια μέρα βόλτα στο δάσος, κι εκεί, συνάντησε την παλιά του φίλη, την αλεπού. Αυτή άρχισε τότε να τον παρακαλά να την σκοτώσει, ώσπου στο τέλος τον έπεισε να το κάνει. Προτού προφτάσει όμως, η αλεπού μεταμορφώθηκε σ’ έναν άντρα, κι ήταν αυτός ο άντρας ο αδερφός της πριγκίπισσας, που τον είχανε χαμένο για πολλά-πολλά χρόνια.


Κι έζησαν όλοι τους καλά, κι εμείς καλύτερα…

Μετάφραση: Ευαγγελία Καρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε: