9.01.2016

Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα

του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΟΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ζούσε ένας Αυτοκράτορας που λάτρευε τα καινούργια ρούχα και ξόδευε σ’ αυτά όλα του τα χρήματα. Δεν τον απασχολούσαν διόλου τα στρατεύματά του, ούτε νοιαζόταν αν θα πάει στο θέατρο ή στο κυνήγι, εκτός βέβαια, αν ήταν μια καλή ευκαιρία να επιδείξει τα καινούργια του ενδύματα. Είχε κι από ένα διαφορετικό κοστούμι για κάθε ώρα της ημέρας, και αντί για ό,τι έλεγαν συνήθως για άλλους βασιλιάδες κι αυτοκράτορες, για κείνον λέγαν πάντα «Ο αυτοκράτορας κάθεται στην ντουλάπα του».
Ο καιρός περνούσε χαρούμενα στην μεγάλη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, κι ένα σωρό ξένοι κατέφθαναν κάθε μέρα στην αυλή του παλατιού. Μια μέρα, εμφανίστηκαν δύο πονηροί απατεώνες, λέγοντας πως είναι υφαντές.
Διαλαλούσαν πως μπορούσαν να υφάνουν υφάσματα στα πιο όμορφα χρώματα και με τα πιο περίτεχνα σχέδια, και πως τα ρούχα που θα ράβονταν ύστερα με τα υφάσματα αυτά, θα είχαν την ιδιότητα να είναι αόρατα σε όσους ήταν ακατάλληλοι για το αξίωμά τους ή απλοϊκοί κι ανόητοι.
« Μα, θα πρέπει να είναι έξοχα αυτά τα ρούχα!» σκέφτηκε ο Αυτοκράτορας. « Κι αν είχα ένα τέτοιο κοστούμι, θα μπορούσα να ανακαλύψω ποιοι άνδρες μέσα στο βασίλειο αξίζουν το αξίωμά τους, μα και να ξεχωρίζω τους σοφούς απ’ τους ανόητους! Πρέπει να τ’ αποκτήσω αμέσως». Μάζεψε λοιπόν πολλά χρήματα, για να δοθούν στους δυο υφαντές ώστε να ξεκινήσουν αμέσως δουλειά.
Έτσι, οι δύο δήθεν υφαντές έστησαν δυο αργαλειούς κι έκαναν πως δούλευαν με μεγάλη αφοσίωση, ενώ στην πραγματικότητα δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Ζήτησαν να τους φέρουν κλωστές από φίνο μετάξι και καθαρό χρυσό, κι αφού τις έβαλαν κρυφά μέσα στα σακίδιά τους, συνέχισαν να παριστάνουν πως υφαίνουν στους άδειους αργαλειούς, μέχρι αργά τη νύχτα.
« Θα ήθελα να μάθω πώς τα πάνε οι υφαντές με τα καινούργια μου ρούχα», είπε ο Αυτοκράτορας στον εαυτό του, αφού πέρασε κάμποση ώρα. Αισθάνθηκε όμως αμήχανος σαν θυμήθηκε πως οι αφελείς κι οι ανάξιοι για το αξίωμά τους δεν είχαν την ικανότητα να δουν τα υφάσματα. Για να ‘ναι σίγουρος λοιπόν, σκέφτηκε πως, αν και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί για τον εαυτό του, θα προτιμούσε να στείλει πρώτα κάποιον άλλο να ελέγξει τη δουλειά των υφαντών. Όλοι στην πόλη είχαν μάθει την θαυμαστή ιδιότητα αυτών των υφασμάτων, κι ανυπομονούσαν να διαπιστώσουν πόσο σοφοί ή πόσο ανόητοι θα αποδεικνύονταν οι γείτονές τους.
« Θα στείλω τον πιστό μου υπουργό στους υφαντές», είπε ο Αυτοκράτορας αφού το μελέτησε καλά, «είναι ο πιο ικανός να δει πως μοιάζει το ύφασμα, γιατί είναι άνδρας με νου και λογική, και δεν υπάρχει κανείς πιο κατάλληλος για το αξίωμά του απ’ αυτόν».
 Έτσι, ο πιστός υπουργός κίνησε να πάει στην αίθουσα όπου μοχθούσαν οι δυο κατεργάρηδες πάνω στους άδειους αργαλειούς.
«Τι σημαίνει αυτό;» σκέφτηκε ο γέρος άνδρας ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του, « δεν μπορώ να διακρίνω ούτε ίχνος κλωστής πάνω στους αργαλειούς», όμως δεν ξεστόμισε τη σκέψη του.
 Οι δυο αγύρτες του ζήτησαν, με όλη τους την ευγένεια, να πλησιάσει κοντά στους αργαλειούς, κι ύστερα τον ρώτησαν αν του άρεσε το σχέδιο κι αν τα χρώματα ήταν αρκετά όμορφα. Ο καημένος ο υπουργός κοίταξε, ξανακοίταξε, μα δεν έβλεπε τίποτα πάνω στους αργαλειούς, αφού δεν υπήρχε φυσικά τίποτα για να δει.
« Πώς;» σκέφτηκε ο υπουργός «Είναι δυνατόν να είμαι ένας ανόητος; Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι είμαι, και κανείς δεν πρέπει να το μάθει τώρα. Ή μήπως είμαι ακατάλληλος για το αξίωμά μου; Όχι, ούτε αυτό πρέπει να το μάθει κανένας. Ποτέ δεν θα ομολογήσω πως δεν μπόρεσα να δω το ύφασμα».
« Λοιπόν, κύριε υπουργέ!» είπε ένας από τους αγύρτες, παριστάνοντας πως υφαίνει. « Δεν μας είπατε αν το ύφασμα είναι της αρεσκείας σας».
« Ω, μα είναι εξαιρετικό!» απάντησε ο υπουργός, κοιτάζοντας τον αργαλειό πίσω από τα γυαλιά του. «Αυτό το σχέδιο, και το χρώμα, ναι, θα τρέξω αμέσως να πω στον Αυτοκράτορα, πόσο πολύ όμορφο είναι».
« Θα σας είμαστε τόσο υποχρεωμένοι» είπαν οι απατεώνες, κι άρχισαν να περιγράφουν τα χρώματα και τα σχέδια του ανύπαρκτου υφάσματος. Ο υπουργός άκουσε με μεγάλη προσοχή τα λόγια τους, για να μπορέσει ύστερα να τα επαναλάβει στον Αυτοκράτορα. Οι δυο αγύρτες ζήτησαν τότε περισσότερη μεταξένια και χρυσή κλωστή, για να τελειώσουν τη δουλειά τους. Τις έβαλαν όμως πάλι στα σακίδιά τους, όπως πριν, και συνέχισαν να εργάζονται επιμελώς στους άδειους αργαλειούς.
Ο Αυτοκράτορας έστειλε ύστερα κι άλλον αξιωματούχο της αυλής, για να δει πως τα πήγαιναν οι υφαντές και να εξακριβώσει πότε θα ήταν έτοιμο το ύφασμα. Το ίδιο έπαθε κι αυτός, όπως ο υπουργός· εξέτασε τους αργαλειούς απ’ όλες τις πλευρές, μα δεν μπορούσε να δει άλλο από άδεια τελάρα.
 « Σας αρέσει το ύφασμα όπως και στην εξοχότητά του, τον κύριο υπουργό;» ρώτησαν οι κατεργάρηδες τον δεύτερο απεσταλμένο του Αυτοκράτορα, κάνοντας τις ίδιες χειρονομίες, όπως πριν, καθώς μιλούσαν για το σχέδιο και τα χρώματα του ανύπαρκτου υφάσματος.
« Οπωσδήποτε δεν είμαι ανόητος!» σκέφτηκε ο απεσταλμένος. « Μάλλον δεν είμαι κατάλληλος για το καλό και κερδοφόρο αξίωμά μου! Πολύ παράξενο, όμως κανείς δεν πρέπει να το μάθει». Κι έτσι, άρχισε να παινεύει κι αυτός το ύφασμα που δεν έβλεπε, δηλώνοντας πως είναι ενθουσιασμένος και με τα χρώματα και με τα σχέδια.
« Η Αυτού Μεγαλειότης σας μπορεί να είναι βέβαιη, πράγματι» είπε στον Αυτοκράτορα μόλις επέστρεψε, «πως το ύφασμα που υφαίνουν οι υφαντές, είναι εξαιρετικά υπέροχο».
Ολόκληρη η πόλη μιλούσε τώρα για το θαυμάσιο ύφασμα που είχε παραγγείλει να υφάνουν για κείνον, ο Αυτοκράτορας.
Τώρα, κι ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ήθελε να δει το ύφασμα που του κόστισε τόσο ακριβά, όσο ήταν ακόμα πάνω στον αργαλειό. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει, με τη συνοδεία επιλεγμένων αξιωματούχων της αυλής. Ανάμεσα τους ήταν κι οι δυο ειλικρινείς κύριοι, αυτοί που είχαν ήδη θαυμάσει το ύφασμα. Οι δυο πανούργοι αγύρτες, μόλις κατάλαβαν πως καταφθάνει ο Αυτοκράτορας, άρχισαν να δουλεύουν πιο επιμελώς από ποτέ, κι ας μην είχαν περάσει ούτε μια τόση δα κλωστή στους αργαλειούς.
« Δεν είναι θαυμάσια η δουλειά τους;» είπαν οι δυο βασιλικοί αξιωματικοί. « Αν έχει την ευχαρίστηση η Μεγαλειότητά σας να κοιτάξει! Τι εξαιρετικό σχέδιο! Τι λαμπρά χρώματα!» έλεγαν καθώς έδειχναν τα άδεια τελάρα του αργαλειού, αφού φαντάζονταν πως όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν πράγματι να δουν το πανέμορφο ύφασμα.
« Πώς είναι δυνατόν;» σκέφτηκε ο Αυτοκράτορας. « Δεν βλέπω τίποτα! Είναι τρομερό! Είμαι λοιπόν ένας ηλίθιος, ή μήπως είμαι ανίκανος για Αυτοκράτορας; Αυτό είναι το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί…» «Ω, το ύφασμα είναι μαγευτικό!» είπε δυνατά « Έχει την πλήρη αποδοχή μου» και φορώντας το πιο κομψό χαμόγελό του, κοίταξε καλύτερα τους άδειους αργαλειούς, γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να δει αυτό που είχαν παινέψει τόσο πολύ οι αξιωματικοί του. Όλοι οι ακόλουθοι τέντωσαν τώρα τα μάτια, ελπίζοντας να διακρίνουν κάτι πάνω στους αργαλειούς, μα δεν μπορούσαν να δουν τίποτα περισσότερο απ’ τους υπόλοιπους. Παρ’ όλα αυτά, αναφώνησαν όλοι μαζί:
« Ω, πόσο όμορφο!» και συμβούλεψαν τη Μεγαλειότητά του να ράψει μερικά καινούργια ρούχα μ’ αυτό το ύφασμα και να τα φορέσει στην προσεχή παρέλαση. « Θαυμάσιο! Καλαίσθητο! Εξαιρετικό!» αναφωνούσαν όλοι, ασυνήθιστα χαρούμενοι. Ο Αυτοκράτορας συμμερίστηκε την ικανοποίησή τους, κι έδωσε στους απατεώνες την κορδέλα του Ιππότη και τον τίτλο «Κύριοι Υφαντές».
Οι απατεώνες δούλεψαν όλη τη νύχτα πριν από την παρέλαση, έχοντας αναμμένους δεκάξι δαυλούς, έτσι ώστε να μπορούν όλοι να δουν πόσο σκληρά εργάζονταν για να τελειώσουν το καινούργιο κοστούμι του Αυτοκράτορα. Έκαναν πως έβγαλαν το ύφασμα από τους αργαλειούς, έκοβαν σκέτο αέρα με τα ψαλίδια τους, κι έραβαν με βελόνες δίχως νήμα.
« Βλέπετε!» φώναξαν στο τέλος. « Τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα είναι έτοιμα!»
 Κατέφτασε λοιπόν ο Αυτοκράτορας, μαζί με όλους τους άρχοντες της αυλής του, κι οι αγύρτες σήκωσαν τα χέρια ψηλά, σα να κρατούσαν κάτι, και είπαν:
« Ορίστε, αυτό είναι το παντελόνι της Μεγαλειότητάς σας! Εδώ είναι το μαντήλι! Εδώ ο μανδύας! Ολόκληρο το κοστούμι είναι ελαφρύ σαν τον ιστό της αράχνης, και σαν το φορά κανείς νομίζει πως τίποτα δεν φορά· κι αυτή ακριβώς είναι η σπουδαία αρετή αυτού του φίνου υφάσματος».
« Ναι, πράγματι!» συμφώνησαν όλοι οι αυλικοί, αν και κανείς τους δεν μπορούσε να δει αυτό το εξαίσιο ρούχο.
« Αν η Μεγαλειότητά σας έχει την ευγενή καλοσύνη να βγάλει τα ρούχα της, κι εμείς θα τη βοηθήσουμε να φορέσει το καινούργιο κοστούμι, εδώ μπροστά από τον καθρέφτη».
Ο Αυτοκράτορας γδύθηκε όπως του είπαν, κι οι απατεώνες προσποιήθηκαν πως του φορούν το καινούργιο του κοστούμι. Εκείνος έκανε τότε μια στροφή για να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
« Πόσο εξαίσια δείχνει η Μεγαλειότητά σας μέσα στα καινούργια ρούχα της, και πόσο της ταιριάζουν!» φώναξαν όλοι. « Τι σχέδιο! Τι χρώματα! Αυτά είναι πράγματι βασιλικά ενδύματα!»
«Το υψηλό κουβούκλιο της Μεγαλειότητάς σας, σας περιμένει για την πομπή», ανακοίνωσε ο επικεφαλής της τελετής.
« Είμαι έτοιμος», απάντησε ο Αυτοκράτορας. « Ταιριάζουν πάνω μου τα καινούργια μου ρούχα;» ρώτησε, κάνοντας άλλη μια στροφή μπροστά στον καθρέφτη, για να φανεί πως εξετάζει το όμορφο κοστούμι του.
 Οι βαλέδες που κρατούσαν την ουρά του αυτοκρατορικού μανδύα, έσκυψαν στο έδαφος σα να επρόκειτο να τη σηκώσουν, κι έκαναν πως την κρατούσαν στ’ αλήθεια γιατί δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να τους πάρουν για ανόητους ή ακατάλληλους για το αξίωμά τους.
Έτσι, ο Αυτοκράτορας άρχισε να περπατά στη μέση της πομπής στους δρόμους της πόλης, κάτω από το υψηλό αυτοκρατορικό κουβούκλιο, κι από παντού ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων που στέκονταν τριγύρω και στα παράθυρά τους:
« Ω, πόσο όμορφα είναι τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορά μας! Τι περίφημη η ουρά του μανδύα, και με τι χάρη κρέμεται το μαντήλι!» με λίγα λόγια, κανείς δεν ήθελε να προδοθεί πως δεν έβλεπε τα θαυμαστά ρούχα, γιατί έτσι θα τους έπαιρναν για ανόητους ή ακατάλληλους για τη δουλειά ή το αξίωμά τους. Φυσικά, κανένα από τα άλλα κοστούμια του Αυτοκράτορα δεν έκανε ποτέ τόσο μεγάλη εντύπωση, όσο τούτο το αόρατο.
« Μα ο Αυτοκράτορας δεν φοράει τίποτα!» είπε τότε ένα μικρό παιδί.
« Ακούστε τη φωνή της αθωότητας!» αναφώνησε ο πατέρας του, και τα λόγια του παιδιού άρχισαν να ψιθυρίζονται από στόμα σε στόμα.
« Μα δεν φοράει τίποτα!» φώναξαν στο τέλος όλοι. Ο Αυτοκράτορας ένιωσε πολύ ντροπή γιατί ήξερε πως είχαν δίκιο, αλλά σκέφτηκε πως η παρέλαση έπρεπε να συνεχιστεί.
Έτσι συνέχισε να περπατά προσπαθώντας να καμαρώνει μέσα στο αόρατο ένδυμά του, όπως κι οι καημένοι οι βαλέδες του, που έπρεπε να συνεχίσουν να παριστάνουν πως κρατούν την ουρά του μανδύα, κι ας μην υπήρχε στην πραγματικότητα, καμιά ουρά για να κρατήσουν!

Μετάφραση; Ευαγγελία Καρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε: